Wednesday, March 10, 2010

Η διαβολοβδομάδα


Χθες βγήκα από το νοσοκομείο. Δεν ήταν κάτι σοβαρό, μια επέμβαση ρουτίνας (αν και ομολογουμένως ο πόνος καθόλου ρουτίνα δεν ήταν, ούτε να το θυμάμαι δεν θέλω).

Έμεινα μέσα 5 νύχτες και 6 μέρες. Κατά το διάστημα αυτό κατάλαβα τρία πράγματα:
1. Τα δημόσια νοσοκομεία καλό θα ήταν να έχουν απ’ έξω κανένα κόκκινο φωτάκι γιατί είναι τόσο και περισσότερο μπουρδέλα από όσο λένε.
2. Μάνα είναι μόνο μία.
3. Οι φίλοι μου είναι γελοίοι.


Επειδή τις μέρες στο νοσοκομείο ούτε να τις θυμάμαι δεν θέλω (άσε που τις μισές δεν τις θυμάμαι έτσι κι αλλιώς από τους πόνους και τα φάρμακα), αποφάσισα να γράψω για τους φίλους μου και να τους ευχαριστήσω για την υποστήριξή τους, αλλά και να τους ξεφτιλίσω δημοσίως (καλά να πάθουν οι άχρηστοι, τόσα χρόνια δημοσιογράφος και ούτε ενδιαφέρθηκαν ποτέ να πάρουν ένα κείμενό μου να διαβάσουν).

Θα ξεκινήσω από το Δημήτρη, που είναι ο καινούριος μου γκόμενος (των τελευταίων μηνών). Ο Δημήτρης, που λέτε, πρέπει να είναι πολύ γκαντέμης και να σιχτιρίζει την ώρα και τη στιγμή που με γνώρισε, γιατί μέσα στους λίγους μήνες που είμαστε μαζί έχω πάθει μία ρήξη χιαστού που με άφησε κουτσή για δυο-τρεις μήνες και του φορτώθηκα κανονικά και τώρα έκανα και την εγχείρηση οπότε για λίγο καιρό δεν θα μπορώ να κουνηθώ και τον τρέχω όλη μέρα.

Ο τυχερός αυτός νέος, λοιπόν, ήταν και εκείνος που με πήγε στο νοσοκομείο κακήν κακώς την Τετάρτη το βράδυ που έγινε το συμβάν. Εγώ από εκείνο το βράδυ δεν θυμάμαι τίποτα εκτός του ότι προσπαθούσαν να μου βάλουν ένα σωληνάκι στη μύτη που δεν έμπαινε με τίποτα, γιατί λέει έχω στραβό διάφραγμα, και όταν τελικά μπήκε ήταν τόσο επίπονο, που μέχρι το ξημέρωμα που μπήκα χειρουργείο φώναζα όποιον περνούσε από μπροστά μου με μπλε στολή και τους έδειχνα το σωληνάκι με την ελπίδα ότι κάποιος θα με λυπηθεί και θα μου το βγάλει. Αλλά φευ, αυτοί οι νοσοκομειακοί δεν είναι καθόλου ψυχοπονιάρηδες.

Τέλος πάντων τις επόμενες μέρες με είχαν τιγκάρει στον ορό και είχα φουσκώσει σαν λαχανοντολμάς, αλλά ένεκα από τη μία που δεν είχα το μυαλό μου να κοιταχτώ σε καθρέφτη, είχα και τη μάνα μου που επέμενε ότι είμαι μια χαρά από την άλλη, δεν είχα καταλάβει το μέγεθος του πράγματος. Αυτό είχε μια περίεργη παρενέργεια την οποία κατάλαβα όταν σηκώθηκα πλέον από το κρεβάτι: το στήθος μου ήταν τόσο αφύσικα μεγάλο που παραλίγο να φυτευτώ στο πάτωμα με τα μούτρα από το βάρος.

Το απόγευμα ήρθε ο Δημήτρης και με είδε για πρώτη φορά σε μη-οριζόντια θέση και παρά τη στεναχώρια του για τη γενικότερη κατάστασή μου πρέπει να τον ενθουσίασε το γεγονός ότι ξαφνικά είχε για γκόμενα την Ντόλυ Πάρτον, γιατί κάθε φορά που δεν κοιτούσε η μαμά μου μου χούφτωνε το βυζί, μάλλον για να βεβαιωθεί ότι δεν θα ξεφουσκώσει. Επίσης ήθελε να ρωτήσει το γιατρό άμα μπορούμε να το κάνουμε μόνιμο, αλλά ευτυχώς είδε το ύφος μου και μαζεύτηκε.

Η φίλη μου η Κέλλυ ήταν πεπεισμένη ότι έχω κάνει μπότοξ και γι’ αυτό έχει τσιτώσει η μούρη μου σαν ντομάτα και προσπαθούσε να εκμαιεύσει την αλήθεια από τις νοσοκόμες, οι οποίες την κοίταζαν σαν εξωγήινη, αφού η λέξη μπότοξ σε μια πτέρυγα γεμάτη συνταξιούχους του ΟΓΑ που έφερναν τάπερ με κεφτέδες για να φιλέψουν τους συγγενείς των ασθενών πρέπει να ακουγόταν τουλάχιστον σαν ανέκδοτο.

Το δίδυμο Μάνος – Άλκης παραλίγο να με ξαναστείλει στο χειρουργείο. Ο Μάνος θεώρησε καλή ιδέα να μου λέει μαλακίες για να μου φτιάξει τη διάθεση, σκέψη που ήταν καλή στη θεωρία μόνο, γιατί στην πράξη το γέλιο ήταν για μένα α)εξαιρετικά επίπονο και β) μάλλον επικίνδυνο, αφού είχα ράμματα στην κοιλιά τα οποία ήταν έτοιμα να ανοίξουν. Ο δε Άλκης είναι πρώην συγκάτοικός μου και κινητή καταστροφή (όσο καιρό μέναμε μαζί δεν μου άφησε σερβίτσιο για σερβίτσιο). Πριν προλάβει ακόμη να πει γεια, έριξε το κινητό του στο πάτωμα, σκόνταψε στο σωληνάκι του ορού και τέλος –φεύγοντας βιαστικά για να φωνάξει τη νοσοκόμα να διορθώσει τον ορό- άφησε το κράνος του πάνω στην εγχειρισμένη μου κοιλιά.

Η αδερφή μου ήρθε την τέταρτη μέρα για να αντικαταστήσει τη μάνα μου (που είχε να κοιμηθεί τρεις νύχτες και είχε αρχίσει να αποκτά την απόχρωση της γυψοσανίδας). Η αδερφή μου λοιπόν, μάλλον ενθουσιάστηκε από το γεγονός ότι θα περνούσαμε τόσο χρόνο παρέα –αφού τους τελευταίους μήνες δεν βλεπόμαστε και πολύ συχνά- οπότε αποφάσισε να μου διηγηθεί όλες τις φορές που μας είχαν κάνει ρεζίλι οι γονείς μας από τα τρία μας μέχρι τώρα (δεν ξέρω τι γονείς έχετε εσείς, αλλά οι δικοί μας είναι νούμερα). Γέλασα τόσο πολύ, που χρειάστηκα ένα σκασμό παυσίπονα και τα ράμματα ήταν στο τσακ να εκραγούν.

Τελευταία μέρα ήρθε και η φίλη μου η Λετίτσια (άντε καλά, Κατερίνα τη λένε αλλά είπα να το κάνω πιο εξωτικό για να δώσω μια πικάντικη πινελιά στο κείμενο). Η Λετίτσια-Κατερίνα, λοιπόν, που είναι και η καλύτερή μου φίλη, φοβάται τα νοσοκομεία όπως ο διάολος το λιβάνι οπότε όλες τις υπόλοιπες μέρες έκανε το κορόιδο, αλλά τη τελευταία την έφαγαν οι τύψεις και αποφάσισε να κάνει την καρδιά της πέτρα.

Εκείνη τη μέρα μου είχε πει ο γιατρός ότι μπορώ να φάω και φαγητό, διότι μέχρι τότε τρεφόμουν με ορό, με εξαίρεση ένα νερόβραστο φιδέ που είχα φάει την προηγούμενη. Έχοντας, λοιπόν, δοκιμάσει ήδη το μενού του νοσοκομείου, είπα στην Κατερίνα να μου φέρει μια κοτόσουπα ή κάτι σχετικό. Και μου έφερε ψαρονέφρι με πατάτες. Πήγα να της το φορέσω καπέλο, αλλά δεν είχα φάει πόσες μέρες και δεν άντεξα, έπεσα με τα μούτρα –δυστυχώς μπήκε ο γιατρός μου και με πέτυχε μπουκωμένη με το κοψίδι και έπαθε υστερία, οπότε με πόνο καρδιάς αναγκάστηκα να αφήσω το μισό –το έφαγα κρυφά το βράδυ που κοιμόντουσαν όλοι.

Τώρα είμαι στο σπίτι. Του Δημήτρη, φυσικά. Έχω πάρει αγκαλιά το λάπτοπ και αποβλακώνομαι όλη μέρα. Επίσης παρακολουθώ στενά τα θέματα της επικαιρότητας –δηλαδή την οικονομική κρίση και τη Τζούλια.

Α, δεν σας είπα. Δυο μέρες πριν το χειρουργείο, είχα πιάσει καινούρια δουλειά. Γκαντεμιά;

2 comments:

Heliotypon said...

Εφιάλτης σκέτος, ρε παιδί μου, η νοσηλία σου! Ελπίζω (και να το ελπίζεις κι εσύ) να μη σου ξανασυμβεί... Αλήθεια, τι είναι αυτό το χιαστό; Πού βρίσκεται; (όχι δεν είμαι γιατρός...)!

Astero said...

Ο χιαστός είναι σύνδεσμος και βρίσκεται στο γόνατο -που να μη βρισκότανε, γιατί αν δε βρισκότανε δεν θα είχα κουτσαθεί όπως καταλαβαίνεις...!