Tuesday, November 13, 2007

Η μουντζα



Τελευταίως με έχει απασχολήσει πολλάκις. Ποιο πράγμα? Η γνωστή σε όλους μας ελληνοπρεπέστατη μούντζα. "Γιατί?", θα αναρωτιόταν οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος, που έχει κάτι καλύτερο να κάνει με τη ζωη του απ'το να αναλώνεται σε ασυνάρτητους συλλογισμούς. Επειδή, όμως, εγώ τελευταίως δεν έχω τίποτα το εποικοδομητικό ή δημιουργικό ή στοιχειωδώς ενδιαφέρον να ασχοληθώ (παρατεταμένη περίοδος ανεργίας που τείνει να μετατραπεί σε αεργία), έχω πλέον εντρυφήσει στους κάθε είδους ασυνάρτητους συλλογισμούς.

Sunday, June 3, 2007

Γαβ Στόρι


Ο Dr Jekyl και η Miss Elastica γούσταραν ο ένας τον άλλο απ’ την πρώτη στιγμή. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτυ κάπου στη Νότια Ακτή αρχές καλοκαιριού. Η Miss Elastica τον πρόσεξε κατ’ ευθείαν, ήταν ωραίο παλικάρι ο άτιμος και είχε στο βλέμμα κάτι περίεργο που πολύ την ιντρίγκαρε. Κάτι τέτοιες βλακείες την ιντριγκάρανε συνήθως και μετά έσπαγε τα μούτρα της, αλλά ακόμη δεν είχε μάθει… Τέλος πάντων. Κι αυτού, όμως, του γυάλισε με το που την είδε, γιατί ήταν κι εκείνη γκομενάκι διόλου ευκαταφρόνητο και ήταν και τσαχπίνα. Η κολλητή της Miss Elastica, η Kat-woman, είδε το μάτι της φιλενάδας της να γυαλίζει και κάτι μυρίστηκε. «Ρε συ, γουστάρεις το τεκνό ή μου φαίνεται?». Η Miss Elastica την κοίταξε δήθεν έκπληκτη: «Τι λες καλέ, εγώ? Ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό»… Η Kat-woman, βέβαια, δεν μάσαγε κουτόχορτο, αλλά έκανε ότι το κατάπιε, γιατί είχε μπανίσει έναν τύπο που της καλάρεσε και είχε καλύτερα πράγματα να ασχοληθεί απ’ τις αηδίες τις φίλης της.

Monday, April 16, 2007

Ασυναρτησία, Η


Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στον DM, κατά κόσμον someone lost in shattered heavens, που με προέτρεψε με θαυμαστή αυταπάρνηση να συνεχίσω το συγγραφικό μου έργο. Θενκς.


Το γραφείο όπου εργάζομαι έχει μία τουαλέτα. Θα μου πείτε, «τι μας λες, το μοναδικό είναι». Και θα έχετε δίκιο, όμως κάπως πρέπει να ξεκινήσω κι εγώ –και θα είμαι η πρώτη που θα παραδεχτεί ότι αυτή δεν είναι πολύ καλή αρχή. Ίσως, για την ακρίβεια, να είναι η χειρότερη δυνατή αρχή, αλλά τέλος πάντων από κει θέλω να ξεκινήσω.

Sunday, April 8, 2007

Το Πάσχα του Καραγκιόζη


Σε όλη μου την ενήλικη ζωή, είναι ζήτημα αν έχω μείνει 1-2 φορές στην Αθήνα το Πάσχα. Φέτος, όμως, την πάτησα. Δεν είναι ότι δεν είχα πού να πάω, ή ότι δεν είχα όρεξη να φύγω. Αντιθέτως. Έπεσα θύμα της πληθώρας επιλογών. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θέλουν να έχουν πολλές επιλογές. Θέλω λίγες και καλές. Άμα έχω πολλές, μπερδεύομαι. Εδώ στο σούπερ μάρκετ πάω και κάνω μισή ώρα να διαλέξω αφρόλουτρο (σας το ορκίζομαι, αφού μερικές φορές οι πωλητές αρχίζουν και με κοιτούν ύποπτα), φανταστείτε τι γίνεται όταν πρόκειται για κάτι σοβαρό (όπως οι διακοπές του Πάσχα, που ως γνωστόν είναι μείζον εθνικό ζήτημα).

Friday, March 23, 2007

Άι.. χέιτ Γουίκεντς


Σήμερα είναι Παρασκευή. Όπερ εστί ότι ο περισσότερος –φυσιολογικός- κόσμος μετράει τις ώρες για να τελειώσει η εργάσιμη εβδομάς και να την κάνει ελαφροχοροπηδηχτά από γραφεία και καταστήματα, για να μπορέσει να απολαύσει την ελευθερία του Σαββατοκύριακου.

Ο περισσότερος κόσμος –όχι, όμως, κι εγώ. Διότι εμένα με λούζει κρύος ιδρώτας όταν αντιλαμβάνομαι ότι πλησιάζει το τέλος της εβδομάδας. Θέλω να δουλεύω νυχθημερόν, με ακούτε; Θέλω να έρχομαι στο γραφείο στις 11 (είπαμε, να δουλεύω, αλλά όχι και από τα’ άγρια χαράματα, να πιούμε κι ένα πρωινό καφεδάκι με την ησυχία μας, βρε αδερφέ) και να φεύγω στις 10. Όταν, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι είναι Παρασκευή, ένα ρίγος ξεδιπλώνεται από τα ενδότερα του στομάχου μου, κάνει μια βόλτα στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης, ανεβαίνει σουρτά τη ραχοκοκαλιά και εξαπλώνεται σαν μούχλα, μουδιάζοντάς μου όλο το κεφάλι.

Thursday, March 22, 2007

300 πουλάκια κάθονταν


Επειδή ουδέποτε είχα πρόβλημα με το εμπορικό σινεμά (καλός ο Αντονιόνι, αλλά και λίγο Χόλιγουντ δεν βλάπτει) και επειδή είμαι και νούμερο μεγάλο και θέλω να έχω άποψη επί παντός επιστητού, έτρεξα κι εγώ στο σινεμά, να δω επιτέλους αυτούς τους 300, που συζητά όλος ο κόσμος. Μπήκα, λοιπόν, στο σινεμά-εμπορικό-φαγοποτείο-μπαρ ορθίων-πολυκατάστημα, εφοδιάστηκα με ένα
ποπ-κορν επικών διαστάσεων (προς τιμήν της ταινίας), έκλεισα το κινητό (υπαινικτικό σχόλιο για τους βλάχους που δεν καταλαβαίνουν ότι ουδείς ενδιαφέρεται να ακούσει το τελευταίο του Χατζηγιάννη σε βερσιόν ρινγκτόουν εν μέσω προβολής) και αφοσιώθηκα στη μεγάλη οθόνη.

Monday, March 12, 2007

Περί ισότητας και άλλων δαιμονίων...


Πιστεύω ακράδαντα ότι κάθε άνθρωπος είναι αποκλειστικός και μόνος υπεύθυνος για την τροπή που παίρνει η ζωή του και είναι στο χέρι του να επιλέξει ποιο δρόμο θα ακολουθήσει. Ωστόσο, οφείλω να παραδεχτώ ότι τη σήμερον ημέρα, οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μας είναι κάτι σαν τους δρόμους του Ψυχικού: άμα δεν είσαι της περιοχής, καταλήγεις να κάνεις κύκλους και να επιστρέφεις διαρκώς στο ίδιο σημείο.
Τώρα, αν είσαι και γυναίκα, η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, καθ’ ότι στις μέρες μας επικρατεί και μια γενικότερη σύγχυση σχετικά με το ρόλο του «αδύναμου φύλου».

Wednesday, February 28, 2007

Βιογραφικό σημείωμα

Το μόνο κοινό που είχαν τα διάφορα βιογραφικά που κατά καιρούς έχω παρουσιάσει σε εν δυνάμει εργοδότες, ήταν ότι θα έπρεπε -αν ήμουν σωστός άνθρωπος, που δεν είμαι- να περιλαμβάνουν στο τέλος την εξής υποσημείωση:
* Τα γεγονότα που παρακολουθήσατε είναι πέρα για πέρα φανταστικά. Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις είναι εντελώς συμπτωματική.

Friday, February 23, 2007

Η μεγάλη των Ελλήνων φυλή


"Κυρίες και κύριοι, ευχαριστούμε που παρακολουθήσατε την κλήρωση του Τζόκερ της Κυριακής. Καλή σας νύχτα"
-Κλικ-
(Κλείνει την τηλεόραση, πετάει το -από προηγούμενες κληρώσεις τυχερών παιγνίων- ξεχαρβαλωμένο τηλεκοντρόλ στο τραπέζι)

Σβήνει το Μάλμπορο σιχτιρίζοντας.
"Πτι, γ**ώ την τύχη μου, πάλι ένα έπιασα"

Ντριιιιιιιιιννννννν...

"Ναι; Έλα, Μήτσο. Έκανες τίποτα; Μπα, τα ίδια. Τι να γίνει, ρε φίλε, αφού ξέρεις.
Τα λεφτά στα λεφτά πάνε... Άντε, θα τα πούμε αύριο στο πρακτορείο. Γεια."

Το κρυφό όνειρο κάθε Έλληνα. Το Τζόκερ, το μάννα εξ' ουρανού, ο από μηχανής θεός που θα τον βγάλει απ' τη μιζέρια του και θα τον στείλει σούμπιτο σε κάποιο εξωτικό νησί για μόνιμες διακοπές. Το πρωί θα σηκωθεί ζοχαδιασμένος, θα κολλήσει στην κίνηση της Λιοσίων, θα μουντζώσει ώσπου να πιαστεί το χέρι του απ' τις διατάσεις, θα κορνάρει μέχρι τελικής πτώσεως στον μπροστινό που έχει Μπε-Εμ-Βε και νομίζει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και θα φτάσει στη δουλειά του, την οποία σιχαίνεται, αλλά έλα που τρέχουν τα δάνεια και η σύζυγος θέλει, λέει, να αλλάξει τη μπανιέρα και να βάλει τζακούζι, που είχε και στο χωριό της τζακούζια, η κότα.

Το βράδυ, θα ξανακολλήσει στην κίνηση της Λιοσίων, θα γυρίσει σπίτι, θα γκρινιάξει στη γυναίκα του για το φαγητό, που τον έχει πήξει στην πατάτα και το αυγό τελευταίως γιατί δεν προλαβαίνει, λέει, να μαγειρέψει, και πού να προλάβει δηλαδή, αφού όλη μέρα έχει κολλημένο το τηλέφωνο στο αυτί για να κουτσομπολεύει με τις άλλες τις κλώσσες τις φίλες της και του 'ρθε 200 ευρώ ο ΟΤΕ τον περασμένο μήνα, και θα συρθεί μέχρι το πρακτορείο προ-πο του Βαγγέλη, να ονειρευτεί ότι την ερχόμενη Τετάρτη θα αλλάξει η ζωή του.

Αλλά η ζωή του δεν θα αλλάξει ούτε αυτή την Τετάρτη, ούτε καμία. Γιατί θα μείνει για πάντα χωμένος στη μιζέρια που ο ίδιος επέλεξε, κι ας μην το ξέρει, κι ας καταριέται θεούς και δαίμονες που γεννήθηκε Αλέκος Τσίπουρας και όχι Αριστοτέλης Ωνάσης. Στο μεταξύ, θα περιφέρει την κακομοιριά και την ξινισμένη μούρη του στους δρόμους των Αθηνών μαζί με όλους τους άλλους της φυλής των γεννημένων-θυμάτων, για να μιζεριάσουν και τη ζωή κάθε αθώου περαστικού που υπέπεσε στο τρομερό σφάλμα να είναι ευγενικός ή ακόμη και -θου κύριε!- χαμογελαστός. Θα βλαστημάει την κοινωνία, την κυβέρνηση, το ευρώ, τους Αλβανούς, την Ελλάδα που έχει γίνει κ**οχανείο. Όμως στις περιπτώσεις που θα τυχαίνει να τεθεί θέμα σύγκρισης Ελλήνων και "ξένων" θα φουσκώνει από εθνική υπερηφάνεια και θα ξεφουρνίζει το μάντρα περί ένδοξης καταγωγής, καταλήγοντας, πάντα, στο εξαιρετικά πρωτότυπο απόφθεγμα "Όταν εμείς δημιουργούσαμε πολιτισμό, εσείς σκαρφαλώνατε στα δέντρα". Και θα πετάει το άδειο πακέτο από τσιγάρα από το παράθυρο του αυτοκινήτου με στόμφο, για να υπενθυμίσει ότι και ο ίδιος αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα της ευγένειας και του πνεύματος που διακρίνει την ένδοξη φυλή του σύγχρονου Έλληνα.

Να τους κλείσουν φυλακή. Να βάλουν πρόστιμα για την αγένεια, την καφρίλα και την κακομοιριά. Κολλάς το χέρι σου στην κόρνα πριν προλάβει το φανάρι έστω και να υπαινιχθεί μια απόχρωση πρασίνου; 1000 ευρώ. Μουντζώνεις επειδή ο μπροστινός δεν υπερίπταται πάνω από τα άλλα αυτοκίνητα για να πας πιο γρήγορα; 1000 ευρώ. Πετάς ό,τι σου περισσεύει σε δρόμους και πεζοδρόμια; 1000 ευρώ. Δεν λες ευχαριστώ και παρακαλώ στον περιπτερά; 1000 ευρώ. Είσαι ταξιτζής; 1000 ευρώ (κοινωνικός ρατσισμός). Και στα τρία πρόστιμα, φυλάκιση.
Έτσι μας πρέπει, ω ένδοξοι ομοεθνείς μου.
Έτσι, μπας και μάθουμε να είμαστε άνθρωποι...

Thursday, February 22, 2007

Βουκολικόν


Καθόμανε ψες μπροστά στο κουμπιούτερ και έπαιζα στο ιντερνέτ -μου έδειξε η ανηψιά μου, να 'ναι καλά το πουλάκι μου- και διάβασα γι' αυτό το καινούριο πράμα, το μπλονγκ και πολύ με άρεσε. Και επειδή εγώ είμαι μονδέρνος άνθρωπος και μ' αρέσουνε αυτά, είπα δε δοκιμάζεις κι εσύ βρε Αστέρω; Και να 'μαι. Να συστηθώ κατ' αρχήν, αν και σε ποιον συστήνομαι ένας Θεός ξέρει, αφού μονάχη μου είμαι, αλλά τέλος πάντων. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, που λένε.

Το όνομά μου είναι Αστέρω και κατάγομαι από την ειδυλιακή Άνω Πετρομαγούλα, που είναι όμορφη πολύ κι έχει όλες τις χάρες, κι ας λένε οι Κατωπετρομαγουλαίοι, αυτοί είναι άνθρωποι κακόβουλοι και να μην τους ακούτε. Εκεί ζούσα, κλεισμένη στο σπίτι για χρόνια, με μόνη συντροφιά τις κοτούλες μου, δυο προβατίνες και το γαϊδαράκο μου, το Φλοξ. Μέρα έμπαινε μέρα έβγαινε κι εγώ εκεί, φρόντιζα τα ζωντανά μου, κεντούσα και έβλεπα και κανένα σήριαλ στον Αντένα, γιατί έχει κάτι ωραία, που τα βλέπεις και σπαράζει η ψυχή σου. Και περίμενα... Περίμενα μπας και γυρίσει ο αχαΐρευτος ο Μήτρος, που μ' άφησε στα κρύα του λουτρού. Αλλά δεν σας έχω πει την ιστορία.

Εγώ, που λέτε, ήμανε αρχοντοπούλα ξακουστή και περιζήτητη σ' όλα τα γύρω χωριά, νύφη πρώτης τάξης. Έκανα, όμως, το λάθος κι ερωτεύτηκα ένα γιδοβοσκό δυο μέτρα παληκάρι με ένα μουστάκι να, με το συμπάθιο, που όμως δεν είχε δεύτερο βρακί, που έλεγε κι η μάνα μου η Κρουστάλλω. Τι τα θες, όμως, δεν τα διαλέγεις αυτά τα πράγματα. Τι να κανα λοιπόν, η έρμη, έβλεπα στα κλεφτά τον αγαπημένο μου και έτρεμε το φυλοκάρδι μου μην το μάθει ο πατέρας μου, ο Κώτσος με τ'όνομα. Έλα, όμως, που οι άνθρωποι είναι κακοί και ζηλεύουνε τη χαρά των άλλωνε... Ένα γιόμα μου παράγγειλε ο Μήτρος μου να τον ανταμώσω πίσω από τη στάνη του μπαρμπα Τάσου -που ήτανε στέκι άπό τα αγαπημένα μας, πολύ ρομαντικά, που να σας τα λέω- και μας είδε η Κατίγκω, κακόχρονο να 'χει, μια γεροντοκόρη στριμάδι σκέτο, κι έτρεξε και τα προλαβε όλα στον πατέρα μου. Άφρισε ο Κώτσος. Μ' έπιασε από το μαλλί, που 'χα μια πλεξούδα παχιά παχιά που τη ζηλεύαν όλες, μ' έσουρε κλοτσηδόν στην κάμαρή μου και μ' έκανε μπλαβιά από το ξύλο κι έλεγε ότι άμα μ' έχει χαλάσει ο λεχρίτης θα τονε σφάξει στο γόνατο. Κάποτε ξεθύμανε, με κλείδωσε μέσα, έδωσε το κλειδί στη μάνα μου και τη διέταξε να ανοίγει μόνο για να μου πάει φαγητό και να μη μ' αφήσει να ξεμυτίσω. Κι έτσι κι έκανε. Έκλαιγα και σπάραζα πρωί βράδυ, αλλά που να τολμήσει η έρμη η μάνα μου να μου ανοίξει, που θα την έκανε ασήκωτη ο πατέρας...

Έτσι πέρασαν περίπου δυο χρόνια. Στο μεταξύ, δεν είχα κανένα νέο από το Μήτρο κι ανησυχούσα μην του έκανε κακό ο πατέρας. Ένα πρωί, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κώτσος. Με κοιτάει, χαϊδεύει το μουστάκι του και λέει "Το βράδυ θα 'ρθει να σε ζητήσει ένας τσέλιγκας από την Παλιά Κακαβιά, που 'χει στάνες σε όλη την περιφέρεια. Θα τον πάρεις". Και φεύγει. Τι έκλαψα, τι απείλησα ότι θα φαρμακωθώ, κουβέντα δεν άκουγε. Όταν έπιασε να νυχτώνει, με έντυσε η μάνα τα καλά μου και πήγαμε στη μεγάλη κάμερη που είχε φτάσει ο νυμφίος. Νταμπλάς μου 'ρθε όταν τον αντίκρυσα. Άσκημος, χοντρός, με μια μύτη σα μελιτζάνα και μαλλιά λιγδιασμένα, είχε στηθεί κορδωτός κορδωτός στη μέση της σάλας κι απ' το ένα χέρι κρατούσε ένα αρνί ξεπετσωμένο κι απ' το άλλο δυο κότες, που μου τα έφερε πεσκέσι για να με καλοπιάσει, το ζώον. Κι ο πάτέρας από δίπλα, όλο καμάρι, λες και μου φερε το Μάρλον Μπράντο. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, μ' έσωσε η αδερφή μου από τον χοντράνθρωπο. Αυτής, βλέπετε, της άρεσαν τα λεφτά και τα λούσα και δεν καταλάβαινε από αισθήματα και αηδείες. Δέχτηκε, λοιπόν, να τον πάρει αντί για μένα και με γλίτωσε.

Κι εγώ αποφυλακίστηκα, που λένε, από το σπίτι κι έφυγα αμέσως να γυρέψω το Μήτρο μου. Ένα χρόνο τον γύρευα τον ανεπρόκοπο και κανείς δεν ήξερε να μου πει που είναι. Τελικά, έμαθα από ένα ρεμάλι φίλο του ότι είχε, λέει, πάει στην πρωτεύουσα για να κάνει, πως το 'πε, ντόλτσε βίδα. Εγώ δεν ήξερα τι είναι αυτό και φοβήθηκα μην έχει καμιά αρρώστια. Τι να κάνω, όμως, έμεινα στο χωριό και περίμενα, περίμενα, περίμενα... Μετά από δυο χρόνια με βρήκε μεγάλη συφορά. Είχανε φύγει ο πατέρας κι η μάνα πουρνό πουρνό για την πόλη με την κούρσα -είχαμε εξελιχθεί πολύ στην Άνω Πετρομαγούλα, και κούρσες είχαμε και δρόμους μ' άσφαλτο και τα πάντα, αμ' τι- και στο δρόμο τρακάρανε με ένα γαϊδούρι και τους έχασα και τους δύο. Απόμεινα, λοιπόν, μονάχη να φροντίζω το σπίτι και τα ζωντανά και τα χωράφια. Αλλά τι να κάνω μια κοπέλα μοναχή, πέσανε όλα τα λιγούρια και μου την κάνανε την περιουσία φύλλο και φτερό.

Στο μεταξύ, η αδερφή μου είχε πείσει το χοντράνθρωπο, που τελικά ήτανε καλός, ο έρμος, να πουλήσει τα μαντριά και να φύγουνε για την Αθήνα και ζούσαν εκεί πλέον. Μου μήνυσε, λοιπόν, αφού δεν είχα πια και τίποτα να με κρατάει, να κατέβω στην πόλη να τη βοηθάω και με τα μωρά της. Το πήρα, λοιπόν, απόφαση, πούλησα το σπίτι, χάρισα και τα λίγα ζωντανά που μου 'χανε απομείνει και πήρα τα μάτια μου. Κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ στην πρωτεύουσα.

Τα χρόνια πέρασαν. Το Μήτρο δεν τον βρήκα ποτέ. Έμαθα ότι όταν με κλειδώσανε στην κάμαρή μου έφυγε από το χωριό, κατέβηκε στην Αθήνα και γυρνούσε, το τομάρι, με τη μια και με την άλλη. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ, πάντως, του έμεινα πιστή. Δεν γνώρισα άλλον άντρα. Συνήθισα να 'μαι μονάχη, συνήθισα και τη ζωή στην πόλη, κι ας μη μ' αρέσει. Αλλά τον ψάχνω ακόμα, τον ρεμπεσκέ. Κι άμα τον έβρω, μαύρο φίδι που τον έφαγε, τον αχρείο... Θα μετανοιώσει την ώρα και τη στιγμή που γνώρισε την Αστέρω.

To be continued...