Η ιστορία είναι πέρα
για πέρα αληθινή. Τα ονόματα έχουν αλλαχτεί για να προστατέψουν εμένα, διότι
κάποια μέρα μπορεί να γίνω πλούσια και διάσημη και να μου ζητάνε οι
εμπλεκόμενοι πνευματικά δικαιώματα.
Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1992. Σε μια εποχή, που η λέξη
«σπρεντ» χρησιμοποιείται μόνο ως διαταγή απευθυνόμενη προς τα πόδια Σουηδέζας
τουρίστριας και το «κούρεμα» σημαίνει φράντζα κοκόρι ή καπελάκι˙. Που στο
τηλέφωνο ουρλιάζουμε ακόμα «δε σ’ ακούω, πάρε το μηδέν». Που η Μπρουκ συνωμοτεί
με τη Σάλι Σπέκτρα για να βγάλουν την Καρολάιν από τη μέση. Και που ένα
στερεοφωνικό συγκρότημα κοστίζει όσο ένα μικρό δυάρι στην Καλλιθέα.
Σε εκείνη τη μακρινή, αθώα εποχή, ο πρωταγωνιστής της
ιστορίας μας, ας τον πούμε Αργύρη, ήταν 20 χρονών. Είχε μόλις τελειώσει το
στρατό –και τότε ακόμα ο στρατός δεν διαρκούσε όσο ένα φτέρνισμα- και είχε επιτέλους
επιστρέψει από τη Ρόδο για να ζήσει τον έρωτά του με το Λιτσάκι.