Thursday, February 22, 2007

Βουκολικόν


Καθόμανε ψες μπροστά στο κουμπιούτερ και έπαιζα στο ιντερνέτ -μου έδειξε η ανηψιά μου, να 'ναι καλά το πουλάκι μου- και διάβασα γι' αυτό το καινούριο πράμα, το μπλονγκ και πολύ με άρεσε. Και επειδή εγώ είμαι μονδέρνος άνθρωπος και μ' αρέσουνε αυτά, είπα δε δοκιμάζεις κι εσύ βρε Αστέρω; Και να 'μαι. Να συστηθώ κατ' αρχήν, αν και σε ποιον συστήνομαι ένας Θεός ξέρει, αφού μονάχη μου είμαι, αλλά τέλος πάντων. Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, που λένε.

Το όνομά μου είναι Αστέρω και κατάγομαι από την ειδυλιακή Άνω Πετρομαγούλα, που είναι όμορφη πολύ κι έχει όλες τις χάρες, κι ας λένε οι Κατωπετρομαγουλαίοι, αυτοί είναι άνθρωποι κακόβουλοι και να μην τους ακούτε. Εκεί ζούσα, κλεισμένη στο σπίτι για χρόνια, με μόνη συντροφιά τις κοτούλες μου, δυο προβατίνες και το γαϊδαράκο μου, το Φλοξ. Μέρα έμπαινε μέρα έβγαινε κι εγώ εκεί, φρόντιζα τα ζωντανά μου, κεντούσα και έβλεπα και κανένα σήριαλ στον Αντένα, γιατί έχει κάτι ωραία, που τα βλέπεις και σπαράζει η ψυχή σου. Και περίμενα... Περίμενα μπας και γυρίσει ο αχαΐρευτος ο Μήτρος, που μ' άφησε στα κρύα του λουτρού. Αλλά δεν σας έχω πει την ιστορία.

Εγώ, που λέτε, ήμανε αρχοντοπούλα ξακουστή και περιζήτητη σ' όλα τα γύρω χωριά, νύφη πρώτης τάξης. Έκανα, όμως, το λάθος κι ερωτεύτηκα ένα γιδοβοσκό δυο μέτρα παληκάρι με ένα μουστάκι να, με το συμπάθιο, που όμως δεν είχε δεύτερο βρακί, που έλεγε κι η μάνα μου η Κρουστάλλω. Τι τα θες, όμως, δεν τα διαλέγεις αυτά τα πράγματα. Τι να κανα λοιπόν, η έρμη, έβλεπα στα κλεφτά τον αγαπημένο μου και έτρεμε το φυλοκάρδι μου μην το μάθει ο πατέρας μου, ο Κώτσος με τ'όνομα. Έλα, όμως, που οι άνθρωποι είναι κακοί και ζηλεύουνε τη χαρά των άλλωνε... Ένα γιόμα μου παράγγειλε ο Μήτρος μου να τον ανταμώσω πίσω από τη στάνη του μπαρμπα Τάσου -που ήτανε στέκι άπό τα αγαπημένα μας, πολύ ρομαντικά, που να σας τα λέω- και μας είδε η Κατίγκω, κακόχρονο να 'χει, μια γεροντοκόρη στριμάδι σκέτο, κι έτρεξε και τα προλαβε όλα στον πατέρα μου. Άφρισε ο Κώτσος. Μ' έπιασε από το μαλλί, που 'χα μια πλεξούδα παχιά παχιά που τη ζηλεύαν όλες, μ' έσουρε κλοτσηδόν στην κάμαρή μου και μ' έκανε μπλαβιά από το ξύλο κι έλεγε ότι άμα μ' έχει χαλάσει ο λεχρίτης θα τονε σφάξει στο γόνατο. Κάποτε ξεθύμανε, με κλείδωσε μέσα, έδωσε το κλειδί στη μάνα μου και τη διέταξε να ανοίγει μόνο για να μου πάει φαγητό και να μη μ' αφήσει να ξεμυτίσω. Κι έτσι κι έκανε. Έκλαιγα και σπάραζα πρωί βράδυ, αλλά που να τολμήσει η έρμη η μάνα μου να μου ανοίξει, που θα την έκανε ασήκωτη ο πατέρας...

Έτσι πέρασαν περίπου δυο χρόνια. Στο μεταξύ, δεν είχα κανένα νέο από το Μήτρο κι ανησυχούσα μην του έκανε κακό ο πατέρας. Ένα πρωί, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει μέσα ο Κώτσος. Με κοιτάει, χαϊδεύει το μουστάκι του και λέει "Το βράδυ θα 'ρθει να σε ζητήσει ένας τσέλιγκας από την Παλιά Κακαβιά, που 'χει στάνες σε όλη την περιφέρεια. Θα τον πάρεις". Και φεύγει. Τι έκλαψα, τι απείλησα ότι θα φαρμακωθώ, κουβέντα δεν άκουγε. Όταν έπιασε να νυχτώνει, με έντυσε η μάνα τα καλά μου και πήγαμε στη μεγάλη κάμερη που είχε φτάσει ο νυμφίος. Νταμπλάς μου 'ρθε όταν τον αντίκρυσα. Άσκημος, χοντρός, με μια μύτη σα μελιτζάνα και μαλλιά λιγδιασμένα, είχε στηθεί κορδωτός κορδωτός στη μέση της σάλας κι απ' το ένα χέρι κρατούσε ένα αρνί ξεπετσωμένο κι απ' το άλλο δυο κότες, που μου τα έφερε πεσκέσι για να με καλοπιάσει, το ζώον. Κι ο πάτέρας από δίπλα, όλο καμάρι, λες και μου φερε το Μάρλον Μπράντο. Τέλος πάντων, να μην τα πολυλογώ, μ' έσωσε η αδερφή μου από τον χοντράνθρωπο. Αυτής, βλέπετε, της άρεσαν τα λεφτά και τα λούσα και δεν καταλάβαινε από αισθήματα και αηδείες. Δέχτηκε, λοιπόν, να τον πάρει αντί για μένα και με γλίτωσε.

Κι εγώ αποφυλακίστηκα, που λένε, από το σπίτι κι έφυγα αμέσως να γυρέψω το Μήτρο μου. Ένα χρόνο τον γύρευα τον ανεπρόκοπο και κανείς δεν ήξερε να μου πει που είναι. Τελικά, έμαθα από ένα ρεμάλι φίλο του ότι είχε, λέει, πάει στην πρωτεύουσα για να κάνει, πως το 'πε, ντόλτσε βίδα. Εγώ δεν ήξερα τι είναι αυτό και φοβήθηκα μην έχει καμιά αρρώστια. Τι να κάνω, όμως, έμεινα στο χωριό και περίμενα, περίμενα, περίμενα... Μετά από δυο χρόνια με βρήκε μεγάλη συφορά. Είχανε φύγει ο πατέρας κι η μάνα πουρνό πουρνό για την πόλη με την κούρσα -είχαμε εξελιχθεί πολύ στην Άνω Πετρομαγούλα, και κούρσες είχαμε και δρόμους μ' άσφαλτο και τα πάντα, αμ' τι- και στο δρόμο τρακάρανε με ένα γαϊδούρι και τους έχασα και τους δύο. Απόμεινα, λοιπόν, μονάχη να φροντίζω το σπίτι και τα ζωντανά και τα χωράφια. Αλλά τι να κάνω μια κοπέλα μοναχή, πέσανε όλα τα λιγούρια και μου την κάνανε την περιουσία φύλλο και φτερό.

Στο μεταξύ, η αδερφή μου είχε πείσει το χοντράνθρωπο, που τελικά ήτανε καλός, ο έρμος, να πουλήσει τα μαντριά και να φύγουνε για την Αθήνα και ζούσαν εκεί πλέον. Μου μήνυσε, λοιπόν, αφού δεν είχα πια και τίποτα να με κρατάει, να κατέβω στην πόλη να τη βοηθάω και με τα μωρά της. Το πήρα, λοιπόν, απόφαση, πούλησα το σπίτι, χάρισα και τα λίγα ζωντανά που μου 'χανε απομείνει και πήρα τα μάτια μου. Κι έτσι, βρέθηκα κι εγώ στην πρωτεύουσα.

Τα χρόνια πέρασαν. Το Μήτρο δεν τον βρήκα ποτέ. Έμαθα ότι όταν με κλειδώσανε στην κάμαρή μου έφυγε από το χωριό, κατέβηκε στην Αθήνα και γυρνούσε, το τομάρι, με τη μια και με την άλλη. Δεν ξέρω τι απέγινε. Εγώ, πάντως, του έμεινα πιστή. Δεν γνώρισα άλλον άντρα. Συνήθισα να 'μαι μονάχη, συνήθισα και τη ζωή στην πόλη, κι ας μη μ' αρέσει. Αλλά τον ψάχνω ακόμα, τον ρεμπεσκέ. Κι άμα τον έβρω, μαύρο φίδι που τον έφαγε, τον αχρείο... Θα μετανοιώσει την ώρα και τη στιγμή που γνώρισε την Αστέρω.

To be continued...

No comments: