Wednesday, April 18, 2012

Αρνί, τσιφτετέλι και ράγκμπι


Πάσχα είχα ανεβάσει ποστ τελευταία φορά πέρυσι, Πάσχα ανεβάζω και φέτος. Έχετε ακούσει αυτό που λένε «κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα»? Ε, εγώ έκοψα τα Χριστούγεννα (δέντρα, δώρα, εορταστική κατάθλιψη, πού καιρός για ποστ…) και κράτησα το Πάσχα. Που, όπως φαίνεται, κάθε χρόνο γίνεται και πιο σουρεάλ.

Φέτος, λοιπόν, θες η άτιμη η μοίρα, θες η ρημάδα η κρίση, θες η μπιπ η ζωή, οι άγιες μέρες του Πάσχα με βρήκαν σε μια χώρα όπου η κοσμιότητα απαιτεί από τις γυναίκες να κυκλοφορούν ενδεδυμένες κάτι μεταξύ νίντζα και ορθόδοξου παπά και από τους άντρες να φορούν τραπεζομάντηλα στο κεφάλι και κανείς, μα κανείς, δεν έχει ιδέα περί οβελία, κοκορετσίου, γαρδουμπακίου και των σχετικών.

Το γεγονός ότι βρισκόμουν στην Αραβία και θα έχανα τις γιορτές του Πάσχα με είχε κάπως καταθλίψει. Όχι φυσικά επειδή θα έχανα την ευκαιρία να ανάψω κι εγώ τη λαμπάδα μου από τη φλόγα του άγιου μπικ –όπως έχω ήδη εξηγήσει το Πάσχα για μένα είναι πρώτης τάξης δικαιολογία για ντόλτσε βίτα, πώς έχουν οι άλλοι το κλάμπινγκ ή τα μπουζούκια, κάπως έτσι.

Όλα αυτά σκεφτόμουν στο διαμέρισμά μου στο Άμπου Ντάμπι –φσσστ, πόσο κοσμοπολίτισσα και πλουσία ακούγομαι, πείτε!- ενώ ταυτόχρονα στραβονόμουνα προσπαθώντας να διακρίνω κανέναν ουρανοξύστη πίσω από την καθημερινή αμμοθύελλα, όταν μου ήρθε μια φανταστική ιδέα: αντί να κάθομαι μόνη μου στο Άμπου Ντάμπι, σκέφτηκα, δεν πάω να κάνω Πάσχα εδώ δίπλα στο Μπαχρέιν με τους Έλληνες φίλους μου, να φάω και λίγο αρνάκι, έτσι για το καλό? Στο σημείο αυτό θα κάνω μία παύση όχι μόνο για να τονίσω πόσο τζετ σέτερ και ιντερνάσιοναλ είμαι, αλλά και για να εξηγήσω ότι από τότε που έφυγα από την Ελλάδα κακήν κακώς, γονατισμένη από τη κρίση και ένα βήμα πριν σκαρφαλώσω σε κανένα δέντρο και αρχίσω να φωνάζω «είμαι Γλάρος» με όσα συμβαίνουν σ’ αυτή τη ρημάδα τη χώρα, έριξα μαύρη πέτρα και δεν ήθελα να δω Έλληνα ούτε με τηλεσκόπιο. Οπότε οι παρέες μου εδώ, στην πόλη της οποίας βασική ατραξιόν αποτελούν τα εμπορικά κέντρα και μια παραλία που στην Ελλάδα ούτε ο σκύλος μου δεν θα καταδεχόταν να κάνει μπάνιο, αποτελούνται από Αυστραλούς, Ολλανδούς, Κορεάτες, Αφρικανούς, Αριανούς, της μιχαλούς, οτιδήποτε εκτός από Έλληνες.

Η θητεία μου στο Μπαχρέιν, όμως, μου είχε αφήσει -εκτός από μία απέχθεια για το κάρδαμο που ξεφύτρωνε σε ό,τι έτρωγα και έπινα επί τρία χρόνια- το Θύμιο και τον Δημητράκη. Ο Θύμιος είναι ένας φανταστικός και πολύ αστείος τύπος που είχα να τον δω από το 2007. Ο Δημητράκης, μισός Έλληνας μισός Άγγλος, ζει πλέον μόνιμα στο Λονδίνο. Εκεί τον έστειλαν οι γονείς του λίγο μετά που αποφάσισαν να έρθουν αυτοί να μείνουν στο Μπαχρέιν, προφανώς επειδή ήθελαν να τον ξεφορτωθούν. Αυτός όμως δεν καταλαβαίνει ότι οι άνθρωποι τον έστειλαν σε άλλη ήπειρο για να μην τον έχουν πάνω απ’ το κεφάλι τους, οπότε κάθε τρεις και λίγο τους φορτώνεται. Και φυσικά οι εορτές του Πάσχα δεν θα αποτελούσαν εξαίρεση.

Τέλος πάντων εμένα αυτή η μάζωξη πολύ με βόλευε, έτσι έστειλα ένα email στους φίλους μου –είπαμε τζετ σέτερ αλλά να μη χρεωνόμαστε και ιντερνάσιοναλ κλήσεις- και τους ενημέρωσα ότι θα περνούσα το Πάσχα μαζί τους. Τώρα αυτοί μπορεί και να μη θέλανε, αλλά δεν τους έδωσα την ευκαιρία να αρνηθούν, τι διάολο φίλοι είναι αν δεν μπορώ να τους κατσικωθώ μέρες που είναι. Τι να έκαναν τα παιδιά, μου απάντησαν –μέσω email, άλλοι τσαμπατζήδες κι αυτοί- ότι θα χαρούν να με φιλοξενήσουν. Έτσι, έβγαλα εισιτήριο, μάζεψα τα μπογαλάκια μου και το μεγάλο Σάββατο βρέθηκα στο αεροπλάνο να πετάω για Μπαχρέιν. Και μπορεί η συγκεκριμένη χώρα να μην είναι ο ιδανικός προορισμός για να γιορτάσει κανείς το Πάσχα, αλλά τουλάχιστον τα δυναμιτάκια και οι φωτιές των αντικαθεστωτικών θα μου θύμιζαν από τη μία τις ειδυλιακές μέρες των επεισοδίων στο Σύνταγμα και από την άλλη τους παραδοσιακούς ελληνικούς εορτασμούς της Ανάστασης -μάλιστα χωρίς να κινδυνεύω να πυρποληθώ από τις λαμπάδες των πιστών.

Η πτήση ήταν εξαιρετικά άνετη και μόλις 45 λεπτά. Μέχρι να σαβουρώσω το μίζερο σαντουιτσάκι με γεύση λάστιχο και μαγιονέζα που μου έδωσε η αεροσυνοδός –με πιάνει στα αεροπλάνα και τα πλοία ένα κατοχικό σύνδρομο και καταβροχθίζω ό,τι αηδία μου προσφέρουν- και να διαβάσω το περιοδικό με τα ντιούτι φρι, είχαμε ήδη αρχίσει την κάθοδο. «Α, μα τι ωραία που ξεκινούν οι διακοπές μου!», σκέφτηκα. Και μετά βρέθηκα στο immigration.

Αφού περίμενα υπομονετικά σε μια ουρά περίπου τρία χιλιόμετρα, έφτασα επιτέλους στον σεντονοφόρο κύριο που τσέκαρε τα διαβατήρια.
-Χελόου, του είπα φορώντας το καλύτερό μου χαμόγελο και με άπταιστη προφορά γκρικ λόβερ.
-Γουέρ καμ φρομ?, μου γαύγισε εκείνος παίρνοντας το διαβατήριό μου. Εγώ απτόητη, συνέχισα να χαμογελάω.
-Αμπου Ντάμπι, του είπα μελιστάλαχτα.
-Γκόου σιτ ατ δε μπακ, απάντησε και μου έδειξε με νόημα κάτι μισοδιαλυμένες καρέκλες πίσω από την ουρά που είχα ήδη περιμένει μισή ώρα. Μαζί μου περίμεναν και όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι που έκαναν το λάθος να έρθουν στη χώρα. Μία ώρα και είκοσι λεπτά αργότερα κάποιος φώναξε το όνομά μου, διακόπτοντας την πασιέντζα που έπαιζα στο κινητό μου. Πετάχτηκα πάνω και πήρα το διαβατήριό μου από μια μελαμψή έκδοση του Λουί Ντε Φινές (σε αυτές τις παλιές κωμωδίες που έπαιζε το μπάτσο), ο οποίος με πληροφόρησε ότι θα έπρεπε να περιμένω και πάλι στην ουρά για να φτάσω στον έλεγχο τον διαβατηρίων. Μισή ώρα αργότερα, έφτασα και πάλι στο γκισέ. Με μεγάλη προσπάθεια κατάφερα να τεντώσω τα χείλια μου σε κάτι που ήλπιζα ότι έμοιαζε με χαμόγελο.

-Χελόου, ξαναείπα στον ίδιο κύριο που με είχε στείλει πριν να περιμένω. Εκείνος με κοίταξε ύποπτα.
-Προφέσιον? με ρώτησε.
«Τι διάολο, ίντερβιου θα μου κάνει?», αναρωτήθηκα, αλλά ταυτόχρονα ήξερα ότι αυτή είναι η ευκαιρία μου να ξεμπερδέψω επιτέλους. Όσο κατάπτυστο και απογοητευτικό και αν είχε εξελιχθεί το επάγγελμα που είχα διαλέξει, τουλάχιστον με διευκόλυνε σε τέτοιες περιπτώσεις.
–Τζούρναλιστ, του είπα με καμάρι. Το βλέμμα του πάγωσε. Με κοίταξε στα μάτια λες και του είπα ότι είμαι ιδρυτικό στέλεχος της Αλ Κάιντα, προσπαθώντας να εκμαιεύσει κάποια πληροφορία που αν με ρωτούσε ευχαρίστως θα του έδινα, αλλά δεν με ρώτησε.
-Αμπντάλα!, φώναξε, κάνοντας νόημα στον πιο θεόρατο άνθρωπο που έχω δει στη ζωή μου, που ήταν πολύ τυχερός που φόραγε σεντόνι γιατί αν έπρεπε να φοράει ρούχα θα ήθελε δυο τόπια ύφασμα για κάθε κοστούμι. Ο Αμπντάλα, που προφανώς δεν το ‘χε και πολύ εύκολο να πετάγεται πάνω κάθε φορά που τον φωνάζανε, άρχισε να του γαυγίζει κάτι στα αραβικά από μακριά. Αφού αντάλλαξαν μερικές φράσεις δείχνοντας προς το μέρος μου, ο κύριος στα διαβατήρια στράφηκε σε εμένα.
-Γκόου ατ δε όφις, μου είπε και μου έδειξε ένα μικρό γραφείο πίσω από τα διαβατήρια αυτή τη φορά.

Στο γραφείο καθόταν ένας μαυριδερός κύριος με χοντρή μύτη και ένα μουστάκι παχύ παχύ, που είχε πάνω ψίχουλα από κάτι που προφανώς μόλις είχε φάει.
-Χελόου, ξαναείπα εγώ, αυτή τη φορά με απορία και χωρίς χαμόγελο, αφού όλοι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι που περίμεναν μαζί μου είχαν ήδη περάσει.
(Στο σημείο αυτό κάνω μετάφραση γιατί κουράστηκα να γράφω γκρίκλις)
-Είσαι δημοσιογράφος?, με ρώτησε με βλέμμα όλο υποψία.
-Μάλιστα, απάντησα όλο απορία.
-Έχεις δημοσιογραφική κάρτα?
«Την-εσηέα-μου-μέσα», σκέφτηκα, επειδή ήξερα ότι δεν έχω τη δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Άνοιξα το πορτοφόλι μου προσπαθώντας να κερδίσω χρόνο και ανακάλυψα μια πλαστικοποιημένη κάρτα από ένα κουτσομπολίστικο website που τα ‘χε φέρει η ανάγκη και είχα δουλέψει για λίγο καιρό πριν από χρόνια. Ευτυχώς ό,τι έγραφε πάνω ήταν στα ελληνικά, οπότε σιγά μην καταλάβαινε τι του έδειχνα. Πήρε την κάρτα και την κοίταξε καχύποπτα. Από την πίσω πλευρά έγραφε με μεγάλα γράμματα PRESS και αυτό φάνηκε να τον πείθει ότι επρόκειτο για έγκυρη δημοσιογραφική ταυτότητα, παρ’ ότι ήταν φούξια.
-Το ξέρεις ότι έπρεπε να ζητήσεις ειδική άδεια από την κυβέρνηση για να μπεις στη χώρα ως δημοσιογράφος?, μου πέταξε θυμωμένα.
-Μα δεν έχω έρθει ως δημοσιογράφος, έχω έρθει για επίσκεψη, για να δω φίλους μου, του είπα.
Απτόητος ο μουστάκιας. «Θέλεις ειδική άδεια από την κυβέρνηση», να επιμένει. Τι του είπα ότι έχω να δουλέψω ενάμισι χρόνο (αλήθεια), τι του είπα ότι μένω στο Άμπου Ντάμπι με τον αρραβωνιαστικό μου (εν μέρει αλήθεια, δεν είμαστε αρραβωνιασμένοι αλλά είπα με θεωρεί που με θεωρεί τρομοκράτη, μη με πάρει και για τσούλα γιατί δεν με βλέπω να μπαίνω ποτέ στη χώρα), τι του έδειχνα ο μονόπετρο της γιαγιάς μου που φορούσα στο χέρι και του έλεγα «μι χάουζ-γουάιφ, νοτ τζούρναλιστ», τίποτα αυτός. Μέχρι σε ποιο κανάλι δουλεύω με ρώτησε (λες και θα το ήξερε) και του είπα στο «Silver Star» (εστιατόριο στη Βουλιαγμένη που είχα πάει μία φορά πριν από δέκα χρόνια, αλλά για κάποιο λόγο ήταν το πρώτο όνομα που μου ήρθε στο μυαλό). Εκεί κόμπλαρε και εντυπωσιάστηκε μάλλον, γιατί σταμάτησε να με ρωτάει και με έστειλε έξω να ξαναπεριμένω. (Να σημειώσω εδώ ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του Οριαν Εξπρές μου ο Δημητράκης ήταν στις αφίξεις και με περίμενε).

Σαράντα λεπτά αργότερα, αφού με έβαλαν να υπογράψω ένα πάκο βεβαιώσεις και δηλώσεις που ούτε καν κοίταξα τι έλεγαν και μάλλον συμφώνησα να ανταλλάξω τον πρωτότοκο γιο μου για τέσσερεις καμήλες, μου έκαναν επιτέλους τη χάρη να με αφήσουν να μπω στη χώρα –με 3ήμερη βίζα, ενώ η κανονική είναι 28 μέρες.

Εκείνες τις ώρες ήμουν στα πρόθυρα εγκεφαλικού από τα νεύρα μου, φυσικά. Εκ των υστέρων, όμως, σκέφτομαι μήπως οι Μπαχρεϊνοί είναι στο σωστό δρόμο και ότι έτσι όπως έχει καταντήσει το επάγγελμα του δημοσιογράφου ίσως θα ήταν καλό να τους απαγορεύουν την είσοδο σε όλες τις χώρες. Τέλος πάντων.

45 λεπτά πτήσης και 3 ώρες αναμονής στο immigration μετά, ήμουν στο τζιπ μαζί με τον Δημητράκη που είχε του είχαν φυτρώσει μούσια τόση ώρα που περίμενε και οδεύαμε προς το σπίτι των γονιών του. Εκεί, ο Daddy Θανάσης (ο πατέρας του Δημητράκη, που τον λέμε όλοι Daddy και αυτός μας λέει υιοθετημένα του παιδιά) και η Αγγλίδα μαμά Σάρα είχαν ετοιμάσει μπάρμπεκιου και έπεσα με τα μούτρα στις σπαλομπριζόλες και ξέχασα την ταλαιπωρία μου. Εκεί ήταν και Πωλίν, η Αγγλίδα γιαγιά του Δημητράκη που είναι μάλλον το αντίθετο της Ελληνίδας γιαγιάς, γιατί όλο λέγαμε για γκομενικά και κοροϊδεύαμε τον εγγονό της, η αδερφή Ελισάβετ που είχε μετακομίσει από την Αγγλία στο Μπαχρέιν (άλλο ένας μέλος της οικογένειας που προφανώς προσπαθεί να αποφύγει το Δημητράκη) και ένα ζευγάρι Νοτιοαφρικάνοι γείτονες με δυο αξιολάτρευτες πιτσιρίκες και τρία πολύ αστεία σκυλάκια-ξεσκονόπανα. Αφού φάγαμε του σκασμού και τσουγκρίσαμε τα κόκκινα αυγά που είχε βάψει η Σάρα, το τρίο Στούτζες (εγώ, Δημητράκης και Θύμιος) κατευθυνθήκαμε προς το σπίτι του τελευταίου για να ξεκουράσουμε τα κορμάκια μας. Την επόμενη μέρα μας περίμενε η «Ελληνική Γιορτή στο Bahrain Rugby Football Club».

Η γιορτή ήταν ελληνική (σώωωωπα) και λάβαινε χώρα στον υπαίθριο χώρο του rugby club (ομοίως). Εκεί ήταν η αποκορύφωση του σουρεάλ. Μαζευτήκαμε κατά τις 4 και αρχίσαμε να τρώμε κατά τις 4.30. Στις έξι, το κέφι είχε ανάψει για τα καλά, τα τραπέζια ήταν τίγκα στο κοψίδι και τη μύγα, ο απόδημος ελληνισμός ξεφάντωνε με σκυλάδικα, οι μετανάστριες είχαν σκαρφαλώσει στα τραπέζια και ξεγοφιαζόντουσαν στους ρυθμούς του τσιφτετελιού και εμείς κουτσομπολεύαμε μέχρι τελικής πτώσης. Στο μπαγκράουντ, μια ομάδα Άγγλων έκανε προπόνηση ράγκμπυ, μια ομάδα νεαρών έπαιζε κρίκετ, ενώ ακιβώς πίσω από τον DJ (τη γυναίκα του προέδρου της ελληνικής κοινότητας) ήταν η τζαμαρία του γυμναστηρίου, όπου ένας κύριος σε μέγεθος τρίφυλλης ντουλάπας σήκωνε βάρη. Και το τελικό χτύπημα, εμφανίστηκε ένας τύπος με κολυμβητικό μαγιό (βλ Speedo) και γυαλάκια, βούτηξε στην πισίνα που ήταν ακριβώς δίπλα μας και άρχισε να κάνει λαπς με μουσική υπόκρουση Κατερίνα Στανίση. Και δωσ’ του το κοψίδι και το τσιφτετέλι. Κλαίγαμε από τα γέλια. Η δε Αγγλίδα γιαγιά είχε ενθουσιαστεί μαζί μου επειδή έτρωγα σα βόδι, γιατί λέει δεν συμπαθεί καθόλου τις κοπέλες που τρώνε σα σπουργιτάκια. Κι εγώ για να με συμπαθήσει περισσότερο, έφαγα όλο το μπουφέ, μόνο τον Ινδό που σέρβιρε άφησα.

Τέλος πάντων κάποια στιγμή τελείωσε το νταβαντούρι και φύγαμε κι εμείς, σκασμένοι από τα φαγητό και το γέλιο και ψιλομεθυσμένοι. Οι επόμενες μέρες ήταν πιο χαλαρές και η έξοδός μου από τη χώρα αναίμακτη –φαίνεται βιάζονταν να ξεφορτωθούν την εκπρόσωπο του Βελζεβούλ-δημοσιογράφο. Επεισόδια με αντικαθεστωτικούς δεν είδα, μόνο κάτι υπολείμματα από φωτιές έξω απλό τα χωριά των Σιιτών. Αλλά αυτό το ποστ είναι Πασχαλινό, όχι πολιτικό, οπότε δεν θα επεκταθώ στο θέμα της κατάστασης στο Μπαχρέιν. Άσε που φοβάμαι ότι ο μουστάκιας με έχει φακελώσει και αν γράψω κάτι επ' αυτού, μαύρο φίδι που μ’έφαγε.

Όταν έφτασα στα διαβατήρια στο Άμπυ Ντάμπι, ένας ντόπιος κύριος με ρώτησε χαμογελαστά:
-Γουέρ ντιντ γιου καμ φρομ?
-Μπαχρέιν, του απάντησα με κάποια επιφύλαξη.
-Ντιντ γιου χαβ ε γκουντ τάιμ?
-Λόβλι!, αποτόλμησα.
-Γουέλκαμ!, μου είπε και μου έδωσε το διαβατήριό μου με μια βίζα να, με το συμπαθειο.

"Αυτά είναι ρε φίλε! Πολιτισμός!", σκέφτηκα. Και προχώρησα.

*αφιερωμένο στο Θύμιο που μου παραχώρησε μια κρεβατάρα τρία στρέματα και έκανα απλωτές το βράδυ και στο Δημητράκη, που από το 2006 τον στολίζω με ό,τι κοσμητικό επίθετο μου έρχεται στο κεφάλι και ακόμα δεν με έχει διαολοστείλει.

5 comments:

koulpa said...

xaxaxa φτιάχουν οι έλληνες κοινώτητες κι ιστορία οι παρέες.. :) :)
καλώς τοοοο χρόνια πολλάααα :) :)

Epicuros said...

Μωρέ καλά κάνω εγώ που αρνούμαι να πάω έξω από την Ευρώπη (άντε, και ΗΠΑ) κει ειδικά σε ισλαμικές θεοκρατικές "δημοκρατίες" ("Αλτζουμχουρίγιες", έτσι;). Τουλάχιστον το δικό μας θεοκρατικό κράτος το ξέρω, στα δικά τους δεν ξέρω τι εκπλήξεις θα με περιμένουν!

Anonymous said...

To Dubai κατάφερε να γίνει κέντρο διεθνούς τουρισμού με τα ρεντίκολα γιγάντια κτήρια και τις άλλες μαλακίες που έφτιαξε. Εμείς με παραδεισένια φύση διώχνουμε τους τουρίστες! Μήπως να φέρουμε τίποτε αγιατολάδες να μας κυβερήσουν;

Astero said...

@epicuros

Αντιθέτως, πολύ κακώς κάνεις και δεν βγαίνεις από την Ευρώπη. Κατ' αρχήν υπάρχουν ένα σωρό μέρη και διαφορετικοί πολιτισμοί που σίγουρα αξίζει να δεις. Επίσης, θα καταλάβεις πόσο μαλάκες είμαστε που είχαμε τέτοιο παράδεισο στα χέρια μας και καταφέραμε να καταντήσουμε οι φτωχοί συγγενείς της Ευρώπης.

Astero said...

@heliotypon

Μα πραγματικά, πόσο βλάχος στερημένος πρέπει να είσαι για να θεωρείς τουριστική ατραξιόν τους ουρανοξύστες-τερατουργήματα και τα εμπορικά κέντρα? Άβυσσος...

Αλλά εδώ τον τουρίστα τον έχουνε θεό, δεν του πουλάνε κατεψυγμένο κολιό από την Αλβανία για φρέσκια τσιπούρα Αιγαίου. Και μπαίνεις στα καταστήματα της Chanel και της Montblanc και σου κάνουν τεμενάδες κι ας είσαι με τη σαγιονάρα και το μαλλί Ρουμάνου παλαιστή απ'την υγρασία. Όχι σαν κάτι πωλήτριες δικές μας, που ούτε να σε φτύσουν δεν καταδέχονται -και θέλεις να τις βουτήξεις από το σινιόν και να τους ουρλιάζεις "δεν είσαι η Coco Chanel βρε μουρλοκακομοίρα, η Σούλα απ' το Κουκάκι είσαι, μένεις με τη μάνα σου, κυκλοφορείς με λεωφορείο και παίρνεις 500 ευρώ μισθό".

Ούτε πληρώνεις για τρίκλινο ένα στούντιο που έχουν στριμώξει μέσα δυο μονά κρεβάτια και ένα ράντζο και άμα σου 'ρθει κατούρημα μέσα στη νύχτα τα κάνεις στη γλάστρα γιατί δεν μπορείς να περάσεις πάνω από τους άλλους που κοιμούνται.

Άσε με γιατί συγχίζομαι πάλι και θα βγω να δείρω καμιά Αραβίδα βραδιάτικο, που με νευριάζουν κι αυτές με τα μούτρα καλυμένα μες στη μαύρη νύχτα -πώς διάολο δεν πέφτουν σε κανένα τοίχο που κυκλοφορούν έτσι στα σκοτάδια δεν μπορώ να καταλάβω.