Friday, June 5, 2009

Όλα του γάμου δύσκολα...


Το Σάββατο παντρεύτηκε ο ξάδερφός μου. Εδώ και τρεις μήνες, η μαμά μου με έπαιρνε κάθε μέρα και μου το υπενθύμιζε, αφενός μεν επειδή έχω μνήμη χρυσόψαρου, αφετέρου δε γιατί δεν είμαι και ο πιο συνεπής άνθρωπος του κόσμου. Βέβαια, η τρίμηνη πλύση εγκεφάλου ήταν εντελώς άχρηστη, διότι πάσα πληροφορία που δεν χαρακτηρίζεται ως άμεση προτεραιότητα (και στην κατηγορία αυτή ανήκουν αποκλειστικά και μόνο οι βασικές ζωτικές ανάγκες, άντε και κανένα επαγγελματικό ντεντλάιν), διαγράφεται αυτομάτως από τον εγκέφαλό μου.



Συνεπώς, όταν ήρθε η μέρα το είχα, φυσικά, ξεχάσει. Ευτυχώς, η μαμά-ξυπνητήρι με πήρε απ’ τα άγρια χαράματα και μου το θύμισε. Αφού την μπινελίκωσα που με ξύπνησε απ’ τις 8 Σαββατιάτικο, έφτιαξα καφέ και χώθηκα μες στη ντουλάπα για να προετοιμάσω τη βραδινή ενδυμασία, διότι ήμουν αποφασισμένη να καταπλήξω τα πλήθη (δηλαδή το σόι του ξάδερφου απ’ το χωριό και κάτι ξέμπαρκους που όπως γάμος και χαρά…).

Κατέληξα σε δύο φορέματα. Το ένα ήταν λευκό στράπλες με κάτι τριαντάφυλλα να, με το συμπάθιο και το άλλο ένα επίσης στράπλες πράσινο χρυσομυγέ. Με το ένα ήμουνα σαν την Αλίκη Βουγιουκλάκη και με το άλλο σαν πορτατίφ. Δεν ήξερα ποιο από τα δύο ταίριαζε καλύτερα με την περίσταση. Από τη μία ήταν καλοκαιράκι και μου πήγαινε κάτι πιο ανάλαφρο, από την άλλη η μαμά και η θεία μου νομίζανε μάλλον ότι παντρεύουν τη Μαρί Σαντάλ με τον Παύλο και είχαν παραγγείλει κάτι τουαλέτες λες και πηγαίνανε στα Όσκαρ.
Μετά, σκέφτηκα ότι αφού, όπως και να ‘χει, θα φορέσω κάτι στράπλες, καλό θα ήταν να έχω και ένα εντυπωσιακό μαύρισμα για να το αναδείξω (ναι, ξέρω, σε δέκα χρόνια θα μοιάζω με πατημένη σταφίδα). Σελώθηκα, λοιπόν, τον εξοπλισμό παραλίας (κινητό-πετσέτα-σκύλο) και εφόρμησα στην κοντινή πλαζ.

Κατά τις 7.00 το απόγευμα, εκεί που έλιαζα το φιδίσιο 1,65 κορμί μου, χτύπησε το τηλέφωνό μου. Ναι, ορθώς μαντέψατε, ήταν η χορηγός της cosmote –η μαμά μου.

«Ξεκίνησες;», με ρώτησε.
«Όχι, τώρα φεύγω να πάω να ετοιμαστώ», της εξήγησα.
«Τι λες παιδάκι μου, σε μια ώρα ξεκινάει ο γάμος, πάλι ρεζίλι θα μας κάνεις», εξερράγη η μήτηρ.
Στο σημείο αυτό προσβλήθηκα, αλλά είπα να δώσω τόπο στην οργή.
«Σε μια ώρα θα είμαι εκεί» πέταξα βιαστικά και της το έκλεισα στα μούτρα, πριν προλάβει να εκφέρει άποψη.

Σημειωτέον ότι η απόσταση από το σπίτι μου στην εκκλησία –που δεν ήξερα και πού ακριβώς βρισκόταν- ήταν περίπου 40 λεπτά.
Μάζεψα βιαστικά τα υπάρχοντά μου και άρχισα να τρέχω. Εκεί που έτρεχα συνειδητοποίησα ότι ξέχασα το σκύλο μου, οπότε γύρισα πίσω βρίζοντας και μετά έτρεχα πιο πολύ.

Έκανα ένα γρήγορο μπάνιο κατά το οποίο γκρέμισα την κουρτίνα –διότι ως γνωστόν όποιος βιάζεται σκοντάφτει και συνήθως στα χειρότερα σημεία- στέγνωσα λίγο τα μαλλιά μου ίσα να μην στάζουν πάνω στο λευκό φόρεμα –που θα αναδείκνυε καλύτερα το νεοαποκτηθέν μαύρισμά μου και ξεκίνησα να ετοιμάζομαι.

Αφού ντύθηκα και βάφτηκα υποτυπωδώς –μάσκαρα, ρουζ, λιποζάν (δεν έβρισκα τα λιπ γκλος)- πήρα ένα ζευγάρι πέδιλα στο χέρι και άρχισα να κατεβαίνω ξυπόλυτη τις σκάλες. Όταν έφτασα στο ισόγειο συνειδητοποίησα ότι ειχα πάρει μαζί και τον σκύλο, οπότε ξανανέβηκα βρίζοντας για να τον αφήσω και μετά έτρεχα ακόμη περισσότερο –με αποτέλεσμα να πατήσω ένα γυαλί στο δρόμο και να γεμίσω τα καινούρια μου πέδιλα με αίματα.

Τέλος πάντων με τα πολλά κατάφερα να φτάσω στην εκκλησία λίγο πριν τελειώσει η τελετή. Έξω από την εκκλησία βρήκα τον πατέρα μου να καπνίζει.
«Γεια σου μπαμπάκα», τον χαιρέτησα με χάρη, σίγουρη ότι θα είναι πολύ περήφανος που έχει τόσο όμορφη κόρη –και μαυρισμένη.
«Χα,χα πώς είσαι έτσι, σαν ντομάτα λιαστή».

Το άφησα να περάσει έτσι επειδή είναι μεγάλος άνθρωπος και άσχετος από μόδα και μπήκα στην εκκλησία. Η μαμά μου ήταν στην πρώτη γραμμή.
«Γεια σου μανούλα», είπα και τη φίλησα.
«Μπα, μας έκανες την τιμή; Τράβα να βρεις τον πατέρα σου που έχει περάσει όλο το γάμο έξω για να καπνίζει και πες του να τσακιστεί». Η μαμά μου ήταν πάντα δημοκρατικός άνθρωπος. «Και γιατί είσαι σαν να σε ψήσανε στον φούρνο;».

Την τύφλα τους δεν ξέρουν αυτοί οι γονείς.

Τέλος πάντων υπάκουσα γιατί την είχα λερωμένη τη φωλιά μου και πήγα και έφερα το απολωλός πρόβατο. Ο πατέρας που δεν είναι και πολύ φαν της εκκλησίας πήγε και καταχωνιάστηκε πίσω πίσω –στη γαλαρία, ας πούμε- δίπλα στον φίλο του τον Αλέκο. Εκείνη τη στιγμή κάτι έλεγε ο παπάς για το γάμο του Ζαχαρία και της Ελισσάβετ.
«Ποιος είναι ο Ζαχαρίας και η Ελισσάβετ;», ρωτάω απορημένη.
Δεν έχασε ευκαιρία ο μπαμπάς. «Αλέκο, πάμε να φύγουμε, σε λάθος γάμο ήρθαμε, χα χα!»
«Ο γάμος του Ζαχαρία και της Ελισσάβετ, είναι στο Ευαγγέλιο βρε μ.…κα», λέει ο Αλέκος.
«Μη λες μ….κα μες στην εκκλησία καλέ!», με έπιασε εμένα το Χριστιανικό μου.
Ο πατέρας μου το σκεφτότανε. «Α, ξέρω, ο Ζαχαρίας, αυτός με τη φάλαινα», λέει.
«Μπαμπά άσ’το, δεν το ‘χεις».
«Καλά, πάω έξω να κάνω τσιγάρο». Μέχρι να τελειώσει ο γάμος πρέπει να κάπνισε ίσα και ένα πακέτο.

Τελικά, ήρθε η ώρα να χαιρετήσουμε το γαμπρό και τη νύφη. Όταν έφτασα, τους αγκάλιασα προσεκτικά (γιατί είχα αρχίσει να τσούζω ολόκληρη) και τους ευχήθηκα να ζήσουν. «Ευχαριστώ αγάπη μου», απάντησε ο ξάδερφος, «γιατί είσαι σαν μπαρμπούνι;»
«Άντε τώρα μη σου πω και ‘σένα, μέρα που είναι».

Μετά πήγαμε στο κέντρο. Εγώ στο μεταξύ είχα αρχίσει να νιώθω σαν μαριναρισμένος γαύρος και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ο γαμπρός και η νύφη, δεν έλεγαν να φανούν. «Μα πού στο διάολο είναι, έχουμε και δουλειές», ρώτησα. «Άντε ρε βλήμα που έχεις και δουλειές, δεν κοιτάς που είσαι σαν μπακαλιάρος. Βγάζουν φωτογραφίες», μου εξήγησε η αδερφή μου που έχει παντρευτεί και τα ξέρει αυτά.

Μιάμιση ώρα μετά, ακόμα να φανούν. Η τραγουδίστρια είχε αρχίσει να τσαντίζεται, γιατί αλλιώς είχε κανονίσει το πρόγραμμα και δεν της έβγαινε. «Μα πού είναι οι νεόνυμφοι;», μας ρώτησε κάποια στιγμή μέσω μικρόφωνου. Ο θείος μου σηκώθηκε και πήρε το μικρόφωνο. «Συγνώμη για την καθυστέρηση, ο γιος μου έχει πάρει τη νύφη και έχουν πάει στο Καραϊσκάκη να βγάλουνε φωτογραφίες», εξήγησε στους καλεσμένους. «Όπως ξέρετε, είναι άρρωστος γαύρος», συμπλήρωσε με καμάρι.
«Και η νονά μου είναι σαν γαύρος», πετάχτηκε η ανιψιά μου.
«Σκάσε μπασμένο», είπα και της πάτησα το πόδι.

Τέλος πάντων στο τέλος ήρθανε και άρχισε το γλέντι. Και όταν λέω γλέντι, το εννοώ, διότι η θεία μου είναι από ένα χωριό της Ηπείρου και ο γάμος είχε θέμα ηπειρώτικο. Όπερ εστί κλαρίνα. Εγώ, είχα τα εγκαύματά μου, είχα και μια νύστα από την πολύωρη έκθεση στον ήλιο και το πρωινό ξύπνημα, είχα και τα νταούλια να βαράνε δίπλα στο αυτί μου, δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά. Αλλά τι να τους έλεγα; Πήγα, λοιπόν, και πλεύρισα την ανιψιά μου, που της είχα υποσχεθεί ότι θα κοιμηθεί σπίτι μου.

«Νυστάζεις αγάπη μου;», τη ρώτησα γλυκά.
«Όχι νονούκο, θέλω να χορέψω».
«Άμα δεν πας να τους πεις ότι νυστάζεις δεν θα σε πάρω σπίτι μου», την εκβίασα.
Ευτυχώς ο εκβιασμός έπιασε και η μικρή έδωσε ερμηνεία για Όσκαρ, μέχρι και στο σερβιτόρο είπε ότι νυστάζει και έριχνε κάτι χασμουρητά άλλο πράγμα. Εγώ από δίπλα κούναγα το κεφάλι με δήθεν απογοήτευση και πετούσα κάτι «δεν θέλω να φύγω, αλλά τι να κάνω, η μικρή…».

Στο δρόμο της επιστροφής η ανιψιά μου γκρίνιαζε που φύγαμε τόσο νωρίς και με έβαλε να της υποσχεθώ ότι την άλλη μέρα θα της πάρω παγωτό, κόκα κόλα και πατατάκια για να μην με προδώσει.

Χθες, είδα τις φωτογραφίες του γάμου. Μοιάζω σαν μπακαλιάρος πλακί.

2 comments:

Γιάννης Καραμήτρος said...

Κάπως έτσι νοιώθω και εγώ σε όσους γάμους (ξάδελφων ή γενικά) έχω πάει..

Heliotypon said...

Πω πω! Με γέμισες άγχος...