Sunday, September 23, 2012

Ρετρό ρομάντζο




Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Τα ονόματα έχουν αλλαχτεί για να προστατέψουν εμένα, διότι κάποια μέρα μπορεί να γίνω πλούσια και διάσημη και να μου ζητάνε οι εμπλεκόμενοι πνευματικά δικαιώματα.

Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1992. Σε μια εποχή, που η λέξη «σπρεντ» χρησιμοποιείται μόνο ως διαταγή απευθυνόμενη προς τα πόδια Σουηδέζας τουρίστριας και το «κούρεμα» σημαίνει φράντζα κοκόρι ή καπελάκι˙. Που στο τηλέφωνο ουρλιάζουμε ακόμα «δε σ’ ακούω, πάρε το μηδέν». Που η Μπρουκ συνωμοτεί με τη Σάλι Σπέκτρα για να βγάλουν την Καρολάιν από τη μέση. Και που ένα στερεοφωνικό συγκρότημα κοστίζει όσο ένα μικρό δυάρι στην Καλλιθέα.

Σε εκείνη τη μακρινή, αθώα εποχή, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας, ας τον πούμε Αργύρη, ήταν 20 χρονών. Είχε μόλις τελειώσει το στρατό –και τότε ακόμα ο στρατός δεν διαρκούσε όσο ένα φτέρνισμα- και είχε επιτέλους επιστρέψει από τη Ρόδο για να ζήσει τον έρωτά του με το Λιτσάκι.


Αααχ, το Λιτσάκι... Την είχε γνωρίσει σε ένα μπαρ στο Φαληράκι, λίγους μήνες πριν απολυθεί. Εκείνος φανταράκι σε άδεια, αυτή μαθήτρια σε πενταήμερη. Την είχε σταμπάρει με το που μπήκε στο μαγαζί. Ψηλή, μελαχρινή, με μαλλί μέχρι τη μέση και ένα ζευγάρι περήφανα βυζιά που τον ζαλίσανε. Την κοίταξε με το μπλαζέ βλέμμα που ‘χε τελειοποιήσει μετά από ώρες προπόνηση στον καθρέφτη –βοηθούσε και η μυωπία. Εκείνη του χαμογέλασε, αυτός την κέρασε σφηνάκι, χόρεψαν μπλουζ και τσιφτετέλια εναλλάξ κι όταν της χούφτωσε με τρόπο τον κώλο εκείνη τον άφησε. Φυσικά, μέχρι το τέλος της πενταήμερης είχαν γίνει ζευγάρι.

Οι επόμενοι μήνες κύλησαν βασανιστικά για τον Αργύρη. Τηλεκάρτες που τελείωναν μέχρι να πεις κύμινο, παρακάλια στο λοχαγό για καμιά επιπλέον μέρα άδεια και οι φαντάροι να του τραγουδάνε «από το λούκι ανέβαινα έκπληξη να σου κάνω και βλέπω εσένα ανάσκελα με πέντε από πάνω». Και ο Αργύρης να λιώνει από την καψούρα και την αγωνία.

Τέλος πάντων κάποια στιγμή ήρθε αυτή η πολυπόθητη μέρα της απόλυσης. Ο Αργύρης επέστρεψε στα πάτρια εδάφη κι εγκαταστάθηκε στο παλιό μεν, ευρύχωρο δε τριάρι της γιαγιάς, που μας είχε προσφάτως αφήσει χρόνους, για να στεγάσει τον έρωτά του με τη Λίτσα. Κι επειδή τα έξοδα ήταν πολλά και τα λεφτά λίγα, φώναξε και τον παιδικό του φίλο και πρώην συμμαθητή, τον Σάκη, για να μείνουν μαζί και να μοιραστούν τα έξοδα.

Καλό παιδί ο Σάκης και χαβαλές, έκαναν οι τρεις τους καλή παρέα –και παράλληλα το ζεύγος Αργύρη-Λίτσας ζούσε τον έρωτά του. Κύλησαν έτσι οι δύο πρώτοι μήνες κι όλα έβαιναν καλώς. Εν τω μεταξύ, ο Αργύρης είχε βρει δουλειά σα σερβιτόρος σε ένα νυχτερινό μαγαζί και το Λιτσάκι πήγαινε φροντιστήριο για να δώσει στην Καλών Τεχνών. Ο δε Σάκης ήταν ΚΓΠ –Καταχραστής Γονεϊκής Περιουσίας. Κοπροσκύλιαζε όλη τη μέρα στα μπιλιάρδα –τότε δεν υπήρχε ακόμα το πλεϊστέισο- και τα βράδια άραζε με το Λιτσάκι, ή το έπαιρνε και πήγαιναν στο μαγαζί που δούλευε ο Αργύρης.

Όταν χρόνισε η σχέση, ο Αργύρης και το Λιτσάκι αποφάσισαν να γιορτάσουν την πρώτη επέτειο της γνωριμίας τους. Και φυσικά η περίσταση απαιτούσε δώρο. Το Λιτσάκι πήρε στον Αργύρη ένα πουκάμισο Σεβινιόν. Ο Αργύρης, πιο λαρτζ, ένεκα που ήταν και ο άντρας της σχέσης, πήγε στον Κωτσόβολο, έβαλε δυο χρόνια δόσεις και πήρε στο Λιτσάκι ένα στερεοφωνικό συγκρότημα. Το βράδυ συναντήθηκαν στο σπίτι του Αργύρη, αντάλλαξαν δώρα και βγήκαν για ποτό. Ήπιαν μπύρες, ήπιαν βότκες, ήπιαν σφηνάκια καμικάζι, και όταν πια είχαν γίνει τόσο τύφλα που δεν έβλεπαν μπροστά τους, ο Αργύρης πήρε βαθιά ανάσα, έκλεισε το ένα μάτι για να καταλάβει ποια από τις δύο Λίτσες που έβλεπε ήταν η αληθινή, και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Και ξαφνικά, απροσδόκητα, αντί να πέσει στην αγκαλιά του και να φωνάξει «I do», το Λιτσάκι ξέσπασε σε γοερό κλάμα. Ο Αργύρης ξεμέθυσε με  τη μία. Τι την πήρε αγκαλιά, τι της χάιδευε τα μαλλιά, τι την παρακαλούσε να ηρεμήσει, να του πει τι συμβαίνει, τίποτα, απάντηση έπαιρνε μόνο αναφιλητά. Κάποια στιγμή είδε και απόειδε, την πήρε και φύγανε από το μαγαζί. Στο δρόμο, η ίδια ιστορία. Βρε καλή μου βρε χρυσή μου αυτός, βρε καρδιά μου βρε αγαπούλα μου τι έχεις, κλάμα το Λιτσάκι. Τέλος πάντων τι να κάνει, την ανέβασε στο yamaha και την πήγε στη μαμά της, όπως του ζητούσε εν μέσω αναφιλητών.

Την επόμενη μέρα με το που ξύπνησε την πήρε τηλέφωνο. Τίποτα το Λιτσάκι. Μίλησε με τη μάνα της, την παρακάλεσε, τίποτα κι η μάνα της, «η κόρη μου είναι λίγο αδιάθετη, παρ’ την αργότερα», του έλεγε. Αυτό συνεχίστηκε για καμιά βδομάδα. Χάλι μαύρο ο Αργύρης, να πέσει να πεθάνει. «Μα δεν καταλαβαίνω τι της έκανα, ας μου πει τουλάχιστον να ξέρω», κλαιγόταν στον Σάκη, ο οποίος δεν ήξερε τι να του πει για να τον παρηγορήσει. «Έλα μωρέ, έτσι είναι οι γυναίκες, δώσ’ της λίγο χρόνο, θα της ήρθε απότομο» και τα σχετικά. Πάνω στη βδομάδα, πέρασε από το σπίτι η μάνα του και του ζήτησε να πάει στο κτήμα στην Πελοπόννησο να επιβλέψει το μάζεμα της ελιάς. Ο Αργύρης στην αρχή δεν ήθελε να φύγει ούτε με σφαίρες. «Άμα περάσει η Λίτσα? Άμα με ψάχνει και δε με βρίσκει? Άμα νομίζει ότι την παράτησα?». Στο τέλος, όμως, και με την παρέμβαση του Σάκη ο οποίος υποσχέθηκε ότι θα μείνει στο σπίτι να κρατάει τα μπόσικα (δηλαδή να περιμένει μπας και εμφανιστεί η Λίτσα), δέχτηκε να λείψει για μερικές μέρες –η αλήθεια είναι ότι κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία και θεώρησε ότι θα του έκανε καλό να ξεφύγει λίγο.

Ο χρόνος στο χωριό κύλησε γρήγορα. Όλη μέρα έλειπε στα χωράφια και βοηθούσε τους εργάτες με τις ελιές. Το βράδυ, γύριζε στο σπίτι τόσο κουρασμένος, που δεν είχε δύναμη ούτε να σκεφτεί, έπαιρνε τηλέφωνο τον Σάκη να τον ρωτήσει μήπως εμφανίστηκε η Λίτσα, «όχι ρε φίλε, λυπάμαι», έκανε ένα ντουζ και έπεφτε για ύπνο. Λίγες μέρες μετά βρισκόταν στο πούλμαν και επέστρεφε στην Αθήνα, με το σκουλήκι της αγωνίας να του θερίζει το στομάχι.

Κάποτε, έφτασε στο σπίτι. Ξεκλείδωσε την πόρτα και άφησε το σακίδιό του στο πάτωμα. Το χολ ήταν σκοτεινό και ήσυχο. «Σάκη!», φώναξε. Τίποτα. Έβγαλε τα παπούτσια και τις κάλτσες και τα πέταξε σε μια γωνιά. Πήγε στην τουαλέτα, κατούρησε κι έπλυνε τα χέρια και το πρόσωπό του. Μπήκε στο σαλόνι κι άνοιξε το παντζούρι να μπει λίγο φως. Κοίταξε γύρω του. Κάτι του φαινόταν περίεργο μα ακόμα το μυαλό του δεν μπορούσε να καταγράψει τι ήταν αυτό. Πήγε στο δωμάτιό του. Όλα ήταν όπως τα άφησε. Στάθηκε στο χολ. Τίποτα. Και μετά πήγε στο δωμάτιο του Σάκη. Κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Το δωμάτιο ήταν άδειο, τα πράγματα του Σάκη είχαν εξαφανιστεί. Έλειπε ακόμα και το κρεβάτι. Άνοιξε τη ντουλάπα. Άδεια. Κενό. Το κεφάλι του άρχισε να γυρίζει. Τι διάολο συνέβαινε? Πήγε στο σαλόνι και βυθίστηκε με φόρα στον καναπέ. Και τότε το πρόσεξε. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, βρισκόταν ένας λευκός φάκελος. Τον πήρε με χέρια ιδρωμένα, που έτρεμαν. Το στομάχι του έκανε τριπλό λουπ, ανέβηκε μέχρι το λαιμό και ξανακατέβηκε. Μέσα στο φάκελο, μια σελίδα από τετράδιο. «Η Λίτσα κι εγώ αγαπιόμαστε. Συγνώμη. Ελπίζω μια μέρα να μας συγχωρήσεις. Σάκης». Σήκωσε το βλέμμα του. Και κατάλαβε τι του φαινόταν περίεργο. Έλειπε το στερεοφωνικό.

Τον Αργύρη εγώ τον γνώρισα ενάμιση χρόνο μετά. Ακόμα πλήρωνε τις δόσεις του Κωτσόβολου.

19 comments:

Άθη said...

ΩΩΩΩΩΩ!μα τι περίεργη ιστορία...ε,αυτά είναι καλή μου πάντα από κεί,που δ ε το περιμένεις θα σου'ρθει ουρανοκατέβατο,κεραμίδα, που λένε...και πάντα,από καλό φίλο ή φίλη θα τη πάθεις...πόοοσοι,και πόοσοι δ εν έχουνε πιάσει,τη γκόμενά τους ή τη γυναίκα τους,ή αντίστοιχα το γκόμενό τους ή τον άντρα τους με τον καλύτερο φίλό ή την καλύτερη φίλη τους αντοίστιχα? (οι γυναίκες).....ένας και δύο?...να λέμε και πάλι καλά που δ ε τη παντρέυτηκε,τελικά και δ ε του την έκανε,μέσα στο γάμο...ή που δ ε πήγε,σπίτι και δ ε τους βρήκε σε κάνα,κρεββάτι μαζί..ή σε καμία περίεργη στάση...πάντως πιστέυω καλή μου,δ ε ν πρέπει να δίνεις και τόοση αξία,σε έναν παιδικό έρωτα,ή ενθουσιασμό...της στιγμής?ακόμη και σε έναν κεραυνοβόλο έρωτα?επειδή όολα αυτά κάποτε καταλήγουν έτσι...με τραγικό κι επίπονο τέλος...επειδή από τη φύση τους είναι φτιαγμένα να καταλήγουν έτσι...πολύυ απλά..ο παιδικός έρωτας κάποτε (κάποτε και στο...99,99999999% των περιπτώσεων έτσι καταλήγει..σβήνει,χάνεται και τελιώνει άδοξα,και με πολύυυ επίπονο τέλος...(για τη μιά πλευρά συνήθως επειδή η άλλη..άστο)...κάποτε πίστευα κι εγώ πολύ στον παιδικό έρωτα,(τον κεραυνοβόλο,και δε συμμαζέυεται)αλλά τότε όμως ήμουν κοριτσάκι..με τα χρόνια,όμως είδα ότι μου ταιριάζει,η α γά πη περισσότερο η βαθιά,ειλικρινής,τρυφερή α γά πη...αυτό...έυχομαι ο ήρωας της ιστορίας σου,να ξεπέρασε..αυτό που του΄κανε το Λιτσάκι..που τόσο αγάπησε και να συνέχισε,αν και πάντα κάπου βαθιάαα στο υποσυνείδητό σου μένει,έτσι μια πικρή γεύση...που σου'ρχεται,όταν το θυμάσαι...ωραία ιστορία πάντως και με ηθικό δίδαγμα...χαιρετώ...καλημέρες...

Astero said...

Άθη το Λιτσάκι ο Αργύρης το ξεπέρασε τελικά, αλλά τις δόσεις του Κωτσόβολου... γι' αυτές, το φύσαγε και δεν κρύωνε για πολλά χρόνια ;))))

Άθη said...

Ε,ούυυφ! αυτάαα είναι...κάτι θα σου μείνει τέσπα..από έναν άδοξα,τελειωμένο έρωτα,ή γαμο?ε,ντάξει δ ε το'παθε όμως κι αυτός όπως η αδελφή μιας φίλης μου που'κανε το λάθος να παντρευτεί έναν που τελικά αποδείχτηκε χαρτοπαίχτης και που πριν τον ανακαλύψει,είχε μπεί εγγυητής?σε κάποιες ακάλυπτες επιταγές του?αυτουνού?και που πληρώνει τα σπασμένα,του έως και σήμερα παρά το ότι έχει,πάρει πλέον διαζύγιο και που ένας Θεός ξέρει για ποόοσο θα πληρώνει τα χρέη του ακόμη....υπάρχουν και τρίσχειρότερα......

Astero said...

Καλά εννοείται ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα, απλά αυτή η ιστορία του Αργύρη μου 'χει μείνει, ακόμα το θυμόμαστε και γελάμε!

Heliotypon said...

Ε, καλά. Κατάλαβα τι θα συμβεί από τη στιγμή που ανέφερες τον Σάκη στη ιστορία. 'Ηταν προφανές... Ο/η τρίτος/τη πάντα κερδίζει! Να προσέχεις, αν και εκεί με τις μπούργκες δεν κινδυνεύεις ιδιαίτερα :-) :-) :-)

Astero said...

Στον Αργύρη να τα πεις αυτά περί προφανούς, όχι σε μένα, εγώ δεν πλήρωνα δυο χρόνια τα κερατιάτικα της Λίτσας ;)))))))))

koulpa said...

xaxaxa ε ναι και ποιός δε το περίμενε.. αλλά δεν είναι η πλοκή το θέμα.. ποσες πλοκές να υπάρχουν.. η ατμόσφαιρα μετράει.. μου αρέσει να σε διαβάζω.. αυτό.. :) :)
καλησπερούδιαααα :) :)

blackbedlam said...


Τι να σου πω βρε Αστέρω την καταβρήκα με την "νουβέλα"
Για να πούμε την αλήθεια και στο κάτω κάτω της γραφής,φτηνά πλήρωσε ο Αργύρης τα γα.....σιάτικα ενός ολόκληρου χρόνου.

ΥΓ:Την γλάστρα με τα τζιράνια,στην έχω αφήσει πίσω από την πόρτα. Δωράκι για την πρώτη μου επίσκεψη στο κονάκι σου! ! !

Astero said...

@koulpa
Το θέμα δεν είναι η πλοκή, είναι τα μούτρα του Αργύρη -ακόμη και σήμερα- κάθε φορά που περνάει έξω από Κωτσόβολο ;)))))))

@blacknedlam
Ευχαριστώ πολύ, γουελκάμ, θα ανταποδώσω δεόντος!!!

Astero said...

μπαρδόν δεόντως ήθελα να πω, ο δαίμων του τυπογραφείου!

VAD said...

Aτιμαι "γυναίκαι"!:))

Καλό μήνα ευχομαι...

Astero said...

@VAD

Χαχαχα και άτιμε συγκάτοικε, μην ξεχνιόμαστε!
Καλό μήνα αγαπητέ!

Άιναφετς said...

Καλέ astero, που το είδες το ρετρό;... μόνο η κασέτα της φωτό θυμίζει την περασμένη δεκαετία γιατί η ιστορία σου είναι σύγχρονη και τόσο κοντινή μου που μου έρχεται ακόμα το "άρωμα" της...χαχα!

ΑΦιλάκια και να ομορφοπερνάς! :)

Astero said...

Ευχαριστώ μαγισσούλα, το αυτό επιθυμώ δι' υμάς (μια που λέμε για ρετρό) ;)))

Μαίρη (Ginger) said...

Χα! Ποτέ δεν μου έκαναν ένα τόσο μεγάλο δώρο αλλά ευτυχώς ποτέ δεν πλήγωσα και κανέναν τόσο. Το κακό είναι ότι η επόμενητα πληρώνει συνήθως γιατί άνθρωποι σαν τον Αργύρη μαθαίνουν το μάθημά τους και την επόμενη δεν την πιστεύουν που να χτυπιέται κάτω. Η μεθεπόμενη είναι πιό τυχερή. Ομορφα την έδωσες την ιστορία Αστεράκι μου. Φιλιά πολλά στην μακρινή ανατολή που βρίσκεσαι.

Astero said...

Όπως τα λες είναι, και εμείς οι επόμενες γινόμαστε χαλί και ούτε τρανζίστορ δε βγάζουμε ;))))

Φιλιά πολλά Αμπουνταμπιανά!

Γιάννης Καραμήτρος said...

Σε βλέπω να εκδίδεις βιβλία με ιστορίες, όταν το κάνεις θέλω αφιέρωση :)

Astero said...

Τι βιβλία βρε Γιάννη μου,εδώ όλοι μάντεψαν την εξέλιξη της ιστορίας από την πρώτη παράγραφο, προφανώς υστερώ σε σασπένς ;))))

Γιάννης Καραμήτρος said...

Είναι στο χέρι σου να βελτιωθείς :)