
Σήμερα είναι Παρασκευή. Όπερ εστί ότι ο περισσότερος –φυσιολογικός- κόσμος μετράει τις ώρες για να τελειώσει η εργάσιμη εβδομάς και να την κάνει ελαφροχοροπηδηχτά από γραφεία και καταστήματα, για να μπορέσει να απολαύσει την ελευθερία του Σαββατοκύριακου.
Ο περισσότερος κόσμος –όχι, όμως, κι εγώ. Διότι εμένα με λούζει κρύος ιδρώτας όταν αντιλαμβάνομαι ότι πλησιάζει το τέλος της εβδομάδας. Θέλω να δουλεύω νυχθημερόν, με ακούτε; Θέλω να έρχομαι στο γραφείο στις 11 (είπαμε, να δουλεύω, αλλά όχι και από τα’ άγρια χαράματα, να πιούμε κι ένα πρωινό καφεδάκι με την ησυχία μας, βρε αδερφέ) και να φεύγω στις 10. Όταν, λοιπόν, αντιλαμβάνομαι ότι είναι Παρασκευή, ένα ρίγος ξεδιπλώνεται από τα ενδότερα του στομάχου μου, κάνει μια βόλτα στη βάση της σπονδυλικής μου στήλης, ανεβαίνει σουρτά τη ραχοκοκαλιά και εξαπλώνεται σαν μούχλα, μουδιάζοντάς μου όλο το κεφάλι.